Δευτέρα 7 Απριλίου 2008

Ελφρίντε Γέλινεκ: Η ποιητική των λέξεων

Το παρελθόν δεν μπορεί να το θάψει κανείς.
Η βραβευμένη με Νόμπελ συγγραφέας Ελφρίντε Γέλινεκ μιλά στην «K» και τον Κ.Θ.Καλφόπουλο για την εξουσία της γλώσσας και τις συγκρούσεις των φύλων

Στην ιστοσελίδα της κυριαρχεί η φωτογραφία της συγγραφέως με την κλασική κόμμωση και το διαπεραστικό βλέμμα, που θέλει να βλέπει πίσω και πέρα από τα πράγματα: μία grande dame της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, «εικονική» και πραγματική, Αυστριακή και ταυτόχρονα «οικουμενική». Με ένα κριτικό, και αυτοαναφορικό, γλωσσικό εργαλείο, στο οποίο συναντώνται οι φιλοσοφικές αναζητήσεις του Βιτγκενστάιν, η ανατρεπτική ειρωνεία του Κράους, αλλά και η βιεννέζικη παράδοση του «πεισιθάνατου», η Ελφρίντε Γέλινεκ υπερασπίζεται την αυστριακή λογοτεχνική παράδοση εντός της γερμανόφωνης, και ευρύτερα ευρωπαϊκής, λογοτεχνίας, ενώ δεν διστάζει να τοποθετηθεί σε όλα τα επίμαχα ζητήματα που αφορούν, ενίοτε ενοχλούν μάλιστα, τη «Δημοκρατία των Αλπεων». Ο λόγος της αιχμηρός, η γραφή της σαρκαστική και προκλητική, διαπερνά το κέλυφος των λέξεων, για να ανακαλύψει μέσα από τις συγκρουσιακές σχέσεις των φύλων, αλλά και την εξουσία της γλώσσας, εκ νέου την αλήθεια, «άνευ όρων, άνευ ορίων».
Η θέση της Ελφρίντε Γέλινεκ (Νομπέλ Λογοτεχνίας 2004) στην αυστριακή λογοτεχνία είναι δεσπόζουσα, πολύ προτού η σουηδική Ακαδημία αναγνωρίσει στο έργο της «το μουσικό ποτάμι από φωνές και αντιφωνήσεις σε μυθιστορήματα και θεατρικά έργα, τα οποία αποκαλύπτουν με μοναδικό γλωσσικό πάθος την παραδοξότητα και την πιεστική εξουσία των κοινωνικών κλισέ». Η λογοτεχνική της ταυτότητα συγκροτείται σε δύο επίπεδα: εκείνο της μακρόχρονης λογοτεχνικής παράδοσης, με τα ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά, που ανέδειξε, από τον 19ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας, μια σειρά σημαντικών συγγραφέων (Στίφτερ, Σνίτσλερ, Κράους,Κανέτι, Μούζιλ, άλλα και Μπέρνχαρντ, Χάντκε, Βίνκλερ) και εκείνο της γυναικείας γραφής, σε αναζήτηση της έμφυλης ταυτότητας (Αϊχινγκερ, Μαϊρέκερ, Χαουσχόφερ, Μπάχμαν). Η γλώσσα και οι αναφορές στη μνήμη και το όνειρο, αποτελούν τα συστατικά αυτής της λογοτεχνίας, στις αφηγήσεις και τις «αντι-ηρωίδες» της εκφράζονται η αντίσταση στους «εθνικούς μύθους» και η κριτική στους κοινωνικούς καταναγκασμούς.


Κυρία Γέλινεκ, σε μια παλαιότερη φωτογραφία σας, βλέπουμε τα χέρια της συγγραφέως με τεντωμένα δάκτυλα πάνω από τα πλήκτρα ενός υπολογιστή, σαν να είναι έτοιμη να παίξει εκκλησιαστικό όργανο, το οποίο εξάλλου έχετε διδαχτεί. Η λογοτεχνία είναι κάτι σαν μία μουσική σύνθεση της γλώσσας ή μία σύνθεση των ιδεών;
— Η λογοτεχνία είναι φυσικά και τα δύο. Η δική μου λογοτεχνία επικεντρώνεται ιδιαίτερα στη γλώσσα, κι αυτό σημαίνει ότι εργάζεται με τους ήχους, με την ακουστικότητα της γλώσσας. Αυτό κατ’ ουσίαν είναι μία συνθετική διαδικασία όπως στη μουσική. Περιστρέφω τις λέξεις τόσο όσο, ενίοτε και παρά τη θέλησή τους, να αποκαλύψουν τον ιδεολογικό τους χαρακτήρα, τη λάθος συνείδηση. Κατά κάποιον τρόπο δεν επιτρέπω στη γλώσσα να ψεύδεται, αλλά θα πρέπει και εκείνη να αναδείξει από μόνη της την αλήθεια. Αυτή η γλωσσο-κεντρική προσέγγιση και κριτική διαδικασία –κι αυτό είναι μέρος μιας ειδικά αυστριακής παράδοσης– συνδέεται με τη φιλοσοφία του πρώιμου Βιτγκενστάιν ή με την κριτική που άσκησε στη γλώσσα ο Καρλ Κράους.
Στον λόγο σας, κατά την απονομή του Βραβείου Μπύχνερ, είχατε αναφερθεί «στη γλώσσα και τους ιδιοκτήτες της». Υπάρχει η αίσθηση ότι σε αυτή τη φράση «κρύβεται» κάτι από τη σκέψη του Καρλ Κράους.
— Αυτή η φράση συνδέεται κυρίως με τον συσχετισμό δυνάμεων και τις εξουσιαστικές σχέσεις στο επίπεδο της γλώσσας. Ο κύριος μιλάει μια άλλη γλώσσα από τον υποτακτικό. Ο κύριος κυριαρχεί μέσω της μετα-γλώσσας, δηλ. του πλούτου της γλώσσας, ενώ ο υποτακτικός, που έρχεται σε επαφή με τα πράγματα, στη δουλειά του, μιλάει μια στεγνή «γλώσσα των πραγμάτων». Ουσιαστικά αναφέρομαι στα κείμενα του Ρολάν Μπαρτ για τη μυθολογία και τους «οικείους μύθους». Χρησιμοποιώ αυτή την «ταξική γλώσσα», για να αποκαλύψω, να ξεσκεπάσω τις σχέσεις εξουσίας.
Η γυναικεία γραφή
Εχει κανείς την αίσθηση, ότι η αυστριακή λογοτεχνία έχει σημαντικές ιδιαιτερότητες στο σύνολο της γερμανόφωνης λογοτεχνίας, ο Β. Γκ. Ζέμπαλντ μάλιστα αναφέρθηκε διεξοδικά σε μια «περιγραφή της δυστυχίας». Θεωρείτε ότι αυτή η «ακατάπαυστη συζήτηση» έχει κλείσει;
— Από αυτή τη διαμάχη δεν μπορώ να διακρίνω πλέον ίχνη, ακούω μόνο, ότι τα «αυστριακά» θεωρούνται στο εξωτερικό παλαιομοδίτικα και ξεπερασμένα. Αυτό μου είναι αδιάφορο. Διατηρώ αυτή την τεχνοτροπία των γερμανικών και συνεχίζω να γράφω με αυτή. Σημαντικό είναι και το γεγονός, ότι η Αυστρία –σε αντίθεση με τη Γερμανία– αρνήθηκε για καιρό το ναζιστικό της παρελθόν, και αυτό έχει μέχρι σήμερα επιπτώσεις. Ο,τι απωθείται, εμφανίζεται με μεγαλύτερη ακόμα ένταση κι επιμονή. Κι επειδή αυτό το παρελθόν δεν μπορεί κανείς να το «θάψει», πριν αντιπαρατεθεί κανείς ουσιαστικά μαζί του, εμφανίζεται πάλι στο προσκήνιο, σαν το αίμα που βγαίνει στην επιφάνεια. Ως εκ τούτου, αυτό το αξεδιάλυτο παρελθόν (όπως και ο μύθος της αθωότητας, ότι η Αυστρία ήταν η πρώτη χώρα, στην οποία «εισέβαλαν οι Γερμανοί»), αυτό το ψέμα υπήρξε και θέμα της αυστριακής λογοτεχνίας, που ξεκίνησε με το έργο του Χανς Λέμπερτ («Η προβιά του λύκου), ένα εξαιρετικά σημαντικό βιβλίο.
Μια ερώτηση για την Ινγκεμποργκ Μπάχμαν: Ο Ούβε Γιόνζον έγραψε το «Ταξίδι στην Κλάγκενφουρτ» (γενέτειρα της Ι. Μ. -ΚΚ), κι εσείς έχετε συχνά γράψει γι’ αυτή, μεταξύ άλλων και το κείμενο «Ο πόλεμος με άλλα μέσα». Πόσο είναι η «Μαλίνα» ανάμεσά μας, σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει δραματικά;
— Το σημαντικό στη «Μαλίνα» είναι η επίγνωση, ότι η γυναίκα, εάν θέλει να γράψει, πρέπει να προσεταιριστεί ένα «αρσενικό Εγώ». Λόγω του ότι, όμως, ταυτόχρονα, για να επιβιώσει απέναντι και σε σχέση με τον άντρα, πρέπει να είναι και ένα έμφυλο ον, διασπάται σε δύο προσωπικότητες. Σε ένα ερωτικό και σεξουαλικό Εγώ, ως γυναίκα, και σε ένα αρσενικό Εγώ, ως ομιλούν υποκείμενο. Η θέση του ομιλούντος στη λογοτεχνία είναι για τη γυναίκα πάντα μία προσαρμογή, δηλ. δεν έχει κανένα Εγώ, καμία ταυτότητα. Η Μπάχμαν το απέδειξε εξαιρετικά στη «Μαλίνα».
Σε παλαιότερη συνέντευξή σας είχατε δηλώσει ότι η «Επιθυμία» ή τα «Παιδιά των νεκρών» ήταν από τα 2-3 έργα που θέλατε ανέκαθεν να γράψετε. Συμπεριλαμβάνεται σε αυτά και η «ουλρίκε μαρί στιούαρτ»;
— Οχι. Αυτό ήταν ένα σχέδιο (Projekt), που πήρε μορφή στο μυαλό μου στα τελευταία χρόνια. Είχα ήδη γράψει ένα «δράμα πριγκιπισσών» και θα ήθελα μετά να το ολοκληρώσω με ένα «βασιλικό δράμα». Η ιστορία του ένοπλου αγώνα, της RAF στη Γερμανία (στην Αυστρία υπήρχαν μόνο κάποιες ανάλογες προθέσεις) δεν έχει ακόμα «κλείσει τον κύκλο της» και γίνεται επίκαιρη ξανά με την επικείμενη αμνήστευση δύο μελών της. Ηθελα αυτό το κομμάτι της γερμανικής ιστορίας, που ακόμα «απωθείται», να το ανάγω στην Ιστορία, όπως γίνεται στο έργο του Σίλερ «Μαρία Στιούαρτ», και γι’ αυτόν τον λόγο το έργο είναι γραμμένο σε στίχους, θέλοντας να «εξογκώσω» τα πρόσωπα, ώστε να επιβιώσουν μέσα σε αυτή τη «μεγέθυνση».
Συγγραφέας και πόλη
Η Ελφρίντε Γέλινεκ στο Caf Korb: τι σκέφτεται η συγγραφέας και τι την απασχολεί, τι σημαίνει για σας η Βιέννη;
— Η Βιέννη είναι η πόλη, στην οποία έζησα εξαρχής, και φυσικά η πόλη με τα πολλά και ιστορικά Caf, όπου μπορεί κανείς να κάτσει με τις ώρες, χωρίς να πρέπει να καταναλώσει μεγάλες ποσότητες, κι αυτό είναι πολύ ευχάριστο. Πολλοί συγγραφείς μάλιστα, «εργάζονταν» εκεί, εγώ όμως δεν μπορώ να το κάνω, έχει πολύ φασαρία για τα δικά μου μέτρα. Προέρχομαι, έτσι κι αλλιώς, από μία ανατολικο-αυστριακή, βιεννέζικη λογοτεχνική παράδοση που διαφέρει πολύ από τα υπόλοιπα κρατίδια της χώρας, όπως εκείνα της αυστριακής επαρχίας (Τόμας Μπέρνχαρντ, Πέτερ Χάντκε κ.ά.). Στη Βιέννη, η πρωτοπορία, στο επίπεδο της γλώσσας, στους πειραματισμούς, είχε τη δυνατότητα να εγκαθιδρυθεί με καλύτερους όρους από αλλού, κι αυτό συνδέεται μεταξύ άλλων με τη φιλοσοφία του «Κύκλου της Βιέννης». Μόνο η «ομάδα του Γκρατς», γύρω από το περιοδικό Manuskripte μπόρεσε να καταφέρει κάτι ανάλογο, παρουσιάζοντας μάλιστα και πολλούς από τους συγγραφείς της Βιέννης.
— Μια τελευταία ερώτηση: αισθάνεται η Ελφρίντε Γέλινεκ άβολα στην Αυστρία, όσο άβολα αισθανόταν ο Μαξ Φρις στην Ελβετία;
— Ναι, θα μπορούσε κανείς να το πει κι έτσι. Για μεγάλο διάστημα έχω υποστεί συστηματική επίθεση, και μάλιστα για τους ακροδεξιούς θεωρήθηκα ως ένα αποκρουστικό παράδειγμα για την αντι-τέχνη και τον αντι-πολιτισμό, ώστε να με εμφανίσουν μάλιστα και σε προεκλογικές αφίσες, και κάποτε κουράζεται κανείς από μια τέτοια κατάσταση. Γι’ αυτό τον λόγο μοιράζω τον χρόνο μου μεταξύ Αυστρίας και εξωτερικού. Ακριβώς για να ξεκουραστώ από την Αυστρία.
Μεταξύ Βιέννης και Μονάχου
Η Ελφρίντε Γέλινεκ γεννήθηκε το 1946 sτο M­rzzuschlag (Steiermark) της Αυστρίας. Σπούδασε θέατρο και ιστορία τέχνης στη Βιέννη, ενώ έχει κάνει και μουσικές σπουδές στο Κονσερβατουάρ της Βιέννης (εκκλησιαστικό όργανο). Eχει γράψει θεατρικά έργα (και για το ραδιόφωνο), σενάρια για τον κινηματογράφο, ποιήματα και μυθιστορήματα. Ζει μεταξύ Βιέννης και Μονάχου. Το 2004 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Eχει τιμηθεί επίσης με τα λογοτεχνικά βραβεία Μπύχνερ, Χάινε, Κάφκα (Τσεχία) και Γκυντ (Γαλλία). Επιλογή από το έργο της: wir sind lockvžgel baby! (1970), Die Liebhaberinnen (1975), Die Klavierspielerin (1983), Lust (1989). Πρόσφατα το Thalia Theater του Αμβούργου παρουσίασε το θεατρικό έργο της «Ουλρίκε Μαρί Στιούαρτ», με θέμα τη γυναίκα και τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα έργα της: «Λαγνεία», μτφρ.: Λ. Αναγνώστου, 1991, «Η πιανίστρια», μτφρ.: Μ. Σταυροπούλου, Λ. Αναγνώστου, 1997, «Oι αποκλεισμένοι» μτφρ.: Λ. Αναγνώστου, 2001 (όλα από τις εκδόσεις Εκκρεμές).

1 σχόλιο:

δημήτριος παν. μεντεσίδης είπε...

Ελφρίντε Γιέλινεκ- Εκ Βαθέων :Συγκλονιστικές εξομολογήσεις μιας απίστευτα δυνατής προσωπικότητας. Η απόλυτη ενσάρκωση της ευρωπαικής ψυχής. Εξάλλου η ''πιανίστριά'' της, ή ''Η δασκάλα του πιάνου'' όπως την είδαμε, λέει από μόνη της ό,τι η Ελφρίντε μας λέει στην εξομολόγησή της εδώ. Το διάβασα χτες απνευστί.
Χρόνια είχα να παρασυρθώ από λόγια και φράσεις που μυρίζουν τη συγκλονιστική Ευρώπη, αυτή που μας κάνει περήφανους, αν και πιά μόνο συντηρητικούς νομίζω.
Καλημέρα σας