


Απο την εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της Π. Γιακουμή
Κοινωνία-Σκέψεις-Δικαιώματα-Πολιτισμός-Καθημερινότητα
Geert Lovink: Είναι ενδιαφέρον που τοποθετείτε τα blogs και τα wikis ως ανταγωνιστικούς παίκτες. Συνήθως, μέσα στην τρέλα του Web 2.0, blogs, wikis και ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης παρουσιάζονται ως συμπληρωματικές εφαρμογές. Η αλήθεια είναι ότι ο πολιτισμός των blogs, όπως υφίσταται αυτή τη στιγμή, εξυπηρετεί την ιδέα ‘είμαι το μόνο μυαλό που υπάρχει’. Στη μελέτη μου ‘Blogging, the Nihilist Impulse’ (Μπλόγκινγκ, η Μηδενιστική Παρόρμηση), αναλύω τη μπλογκοσφαίρα ως ιδιαίτερα ενδοσκοπική. Τα blogs αναδιαμορφώνουν τη μεταμοντέρνα τεχνολογική υποκειμενικότητα με τρόπο που δεν έχει ακόμη πλήρως ερευνηθεί. Γιατί; Επειδή το αποτέλεσμα θα ήταν εντελώς βαρετό. Γεγονός είναι ότι τα περισσότερα blogs έχουν διάρκεια ζωής δύο μηνών και συνεισφέρουν ελάχιστα στον φιλελεύθερο μύθο της εποχής μας που διακηρύσσει ότι οι bloggers είναι ‘πολίτες δημοσιογράφοι’. Είναι μια θλιβερή κατάσταση, ιδίως για την πρώτη και δεύτερη γενιά bloggers που πίστεψαν στη μεταξύ τους διασύνδεση και αλληλογραφία. Ωστόσο, από το 2004 η συνεργατική ατμόσφαιρα εξαφανίστηκε από την μπλογκοσφαίρα. Οι αρχικές αξίες χάθηκαν και η μπλογκοσφαίρα έγινε θορυβώδης και αυτό-διαφημιζόμενη.
Απομένει να δούμε κατά πόσον τα wikis θα ανακτήσουν τη χαμένη ‘συλλογική ευφυΐα’. Το blogging έγινε πρόγραμμα αυτό-αναφοράς. Εάν αφήσουμε απέξω τη συζήτηση για τη Wikipedia, τα wikis χρησιμεύουν περισσότερο ως εργαλείο και είναι πιο ανοιχτά από το μάλλον περιοριστικό λογισμικό blog που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Πέραν τούτου, είναι προφανές ότι τόσο τα blogs όσο και τα wikis δυσκολεύονται να συμπεριλάβουν στην εικόνα τον ανταγωνιστή τους. Με τον ίδιο τρόπο που δεν συνδέεις το blog σου με τον εχθρό σου, δεν θέλεις ο ανταγωνιστής σου ή αυτός που σε απειλεί να σε αναστατώνει. Αυτό είναι γενικό πρόβλημα της έννοιας της ‘συλλογικής ευφυΐας’ που προέκυψε από την εκστατική κουλτούρα της δεκαετίας του 1990 των διαφόρων ηλιθίων που συζητούν, φυσικά, αλλά πάντα στο πλαίσιο να πετύχουν συναίνεση σε ένα πρόγραμμα που μοιράζονται από κοινού. Στην πραγματική ζωή, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν διαθέτουν ένα τέτοιο πρόγραμμα για να δουλέψουν σ’ αυτό. Μπορούμε μόνο να συζητήσουμε τη φύση των blogs και wikis μέσα σε περιορισμένα κοινωνικά δίκτυα και επομένως να συμφιλιωθούμε ξανά με την περιορισμένη εγκυρότητα της γνώσης και της ηθικής του.
Π.Χ.: Με ποιο τρόπο η διάδοση των ηλεκτρονικών συνεργατικών μεθόδων επιδρά στην πολιτική υποκειμενικότητα; Σηματοδοτεί μήπως ότι οι πολλοί γίνονται πολιτικά υποκείμενα;
G.L.: Είναι ίσως γνωστό ότι δεν υπερεκτιμώ το ρόλο των νέων τεχνολογιών των μέσων επικοινωνίας στην άνοδο πολιτικών σχηματισμών. Τα τακτικά μέσα επικοινωνίας μπορούν να παίξουν έναν ενδιαφέροντα, επικουρικό ρόλο στην καθημερινή ζωή των κοινωνικών κινημάτων. Ωστόσο, πρέπει να είμαστε προσεκτικοί σε σχέση με τις προσδοκίες ότι τα δικτυακά γκάτζετς μπορούν αιφνιδίως να δημιουργήσουν δυσαρέσκεια κι ύστερα να μετατρέψουν αυτή την απειλητική και ανατρεπτική δυναμική σε κάποια μορφή οργάνωσης. Οφείλουμε να είμαστε συγκρατημένοι και να εκφραζόμαστε ευθαρσώς ενάντια σε όλες τις σχεδόν τεχνο-ντετερμινιστικές προσδοκίες που μας απομακρύνουν απλώς από τα πιο συναφή ζητήματα. Εμείς, οι καλλιτέχνες, οι ακτιβιστές και οι κριτικοί πρέπει να πούμε σταματήστε μια για πάντα! Η αλήθεια είναι ότι μελετάμε τη νομοθεσία για τα Μέσα Επικοινωνίας, ότι προσπαθούμε να εφεύρουμε εναλλακτική διασύνδεση και λογισμικό, να αναπτύξουμε εναλλακτικό περιεχόμενο, να στήσουμε blogs και wikis για κάθε είδους αγώνα, αλλά εμείς οι εργαζόμενοι στην τεχνολογία καλούμαστε να λύσουμε τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα της εποχής μας. Πρέπει να προωθήσουμε μια νέα ταπεινότητα στα μέσα επικοινωνίας. Είναι αλήθεια ότι τα (νέα) μέσα επικοινωνίας μπορούν να συμβάλουν σε μια λύση αλλά δεν μπορούμε να προσδοκούμε πάρα πολλά από τα δίκτυα και την επικοινωνία. Από τη στιγμή που οι πολλοί είναι έξω στους δρόμους, ναι, μπορούν να κάνουν την καλύτερη χρήση των τεχνολογιών του έξυπνου όχλου (smart mob), αλλά πρέπει να επιμείνουμε πως όταν πρόκειται για αλλαγή, η πολιτική και η εξουσία είναι οι πρωταγωνιστές.
Π.Χ.: Ποια είναι σήμερα η σχέση ανάμεσα στα δίκτυα ελεύθερης συνεργασίας και τους παραδοσιακούς θεσμούς;
G.L.: Είναι ακόμη νωρίς, αλλά είναι η αλλαγή είναι ορατή, ιδίως στον κόσμο των εταιριών. Οι πολιτιστικοί θεσμοί, ο εκπαιδευτικός τομέας και οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις υστερούν, αλλά αποτελεί μάλλον έκπληξη καθώς η πρωτοπορία έχει μπει στο παιχνίδι εδώ και πολύ καιρό. Οι μάχες στις καλλιτεχνικές σχολές και τον πολιτιστικό τομέα είναι θλιβερές, καθώς υπάρχει πραγματική αντίσταση, κυρίως απ’ την πλευρά της κυρίαρχης γενιάς των ‘μπέιμπι μπούμερς’, να τα παρατήσουμε και να δεχτούμε την ευχάριστη πλευρά, το σχιζο-παραγωγικό στοιχείο των τεχνολογιών της δικτύωσης. Είναι θέμα ελέγχου και καχυποψίας, αν δείτε, για παράδειγμα, πώς οι παρανοϊκοί γραφειοκράτες και τα ηλίθια εκτελεστικά όργανά τους αντιδρούν στην άνοδο των wifi δικτύων. Μεταχειρίζονται τους χρήστες σαν εγκληματίες, εάν όχι τρομοκράτες. Ορισμένα τμήματα του επιχειρηματικού κόσμου είναι πιο ανοιχτά. Λυπάμαι που το λέω αυτό, ιδίως επειδή προτίθενται να πειραματιστούν για να δουν πώς μπορούν να αποσπάσουν αξία από τη μπλογκοσφαίρα και τις ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό σημαίνει, εν μέρει, μελέτη των κανόνων σύμφωνα με τους οποίους η εφαρμογή του Web 2.0 έγινε και μπορεί να προσελκύσει εκατομμύρια χρήστες.
Τα δίκτυα ελεύθερης συνεργασίας δεν αποτελούν απειλή για τους παραδοσιακούς θεσμούς, γιατί δεν έχουν πόρους. Το γεγονός ότι είναι περιθωριακά, μη ορατά, θα μπορούσε να αποτελεί μυθική πηγή, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι. Αν εξαιρέσουμε τους συμμετέχοντες, για τους οποίους το παιχνίδι, blog ή δίκτυο, έχει εξαιρετική σημασία, η ελεύθερη συνεργασία στοχεύει στη διανεμημένη εξουσία. Δεν εννοώ ότι η εξουσία ως τέτοια εξαφανίζεται, αλλά υπάρχει σίγουρα μια μεταβολή, από το επίσημο στο ανεπίσημο, από τις υπεύθυνες δομές σε μια εθελοντική, προσωρινή διασύνδεση. Πρέπει να συμφιλιωθούμε ξανά με το γεγονός ότι αυτή η δομή υπονομεύει το κατεστημένο αλλά όχι μέσω αναγνωρίσιμων μορφών αντίστασης. Συχνά, το στοιχείο ‘αντί’ λείπει. Αυτό είναι που κάνει τους παραδοσιακούς, μη αναθεωρημένους αριστερούς τόσο καχύποπτους, καθώς αυτά τα δίκτυα κάνουν απλώς τη δουλειά τους και δεν προσαρμόζονται στη μια ή την άλλη ιδεολογία, είτε είναι νεοφιλελεύθερη είτε αυτόνομη μαρξιστική. Η αοριστία τους ξεφεύγει από οποιαδήποτε προσπάθεια αποδόμησης της πρόθεσή τους, είτε ως πρωτο-καπιταλιστικής είτε ως ανατρεπτικής.
Π.Χ.: Όλη αυτή η υπερβολική δημοσιότητα για τα νέα ηλεκτρονικά συνεργατικά εργαλεία πηγάζει από την τάση τους ενάντια στις μη ιεραρχικές δομές;
G.L.: Η υπερβολική δημοσιότητα για το Web 2.0 και το YouTube ειδικότερα καθοδηγείται από τα παραδοσιακά μέσα επικοινωνίας που πανικοβάλλονται και αισθάνονται την ανάγκη να προλάβουν να επανακτήσουν τον έλεγχο. Η υπερβολική δημοσιότητα δεν είναι χαρακτηριστικό του Ίντερνετ. Οι συστάσεις είναι (και μπορούν να προκαλέσουν εκατομμύρια χτυπήματα), όπως και η εισδοχή (ειδήσεων). Η αξιολόγηση, επίσης. Όλα αυτά τα φαινόμενα δεν οδηγούν σε υπερβολική δημοσιότητα αλλά σε διασκορπισμένες μάζες ή (ηλεκτρονικά) πλήθη, όπως αποκαλούνται στις μέρες μας. Όπως και στο παρελθόν, τα πλήθη συγκεντρώνονται, και μετά, γρήγορα, εξαφανίζονται ξανά. Έχω εκπαιδευτεί στην ψυχολογία της μάζας και δεν εγκατέλειψα ποτέ αυτό το πεδίο, μολονότι δεν υφίσταται πια στον ακαδημαϊκό κόσμο. Μέσω του Βίλχελμ Ράιχ είναι ένα επιστημονικό αντικείμενο συνδεδεμένο με την άνοδο του φασισμού, αλλά κάποτε αποτελούσε γενική γνώση που εφαρμοζόταν σε όλα τα είδη των κοινωνικών, ιστορικών και πολιτικών συμβάντων. Η ψυχολογία της μάζας εμφανίστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα και εξαφανίστηκε στη δεκαετία του 1980, κυρίως λόγω της ανόδου των μέσων επικοινωνίας και των επικοινωνιακών σπουδών. Τώρα έχει έρθει η ώρα για την επιστροφή της ψυχολογίας της μάζας, για το απλό γεγονός ότι τα μέσα επικοινωνίας γίνονται κοινωνικά, χαρακτηρίζονται ως ‘συμμετοχικός πολιτισμός’ και επομένως πρέπει να μελετηθούν οι υποκείμενες δυναμικές.
Τα πλήθη αναπτύσσονται οργανικά και είναι αόρατα μέχρι τη στιγμή που προκαλούν θόρυβο. Αυτό εννοείτε με το μη ιεραρχικό; Ίσως η μη ιεραρχική φύση στην οποία αναφερθήκατε να είναι η λιγότερο κατανοητή και πιο δύσκολη πτυχή της δικτύωσης. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μην την υμνούμε, καθώς είναι προφανές ότι αποτρέπει τους ανθρώπους από βαθύτερους, βιώσιμους δεσμούς και παρεμποδίζει τις προσπάθειες οργάνωσης της δυσαρέσκειας. Η ρευστότητά της είναι καλή για λίγο, αλλά έπειτα αποκαλύπτεται ως μη δέσμευση, που τροφοδοτεί ακόμη περισσότερο μια νοοτροπία φυγής.
Π.Χ.: Είναι οι wiki κοινότητες ‘οργανωμένα δίκτυα’ στη δράση; Ή τουλάχιστον έχουν τη δυνατότητα να γίνουν;
G.L.: Τα wiki νεφελώματα θα μπορούσαν δυνητικά να εξελιχθούν σε μια άλλη κοινωνική μορφή, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν στοιχεία για μια τέτοια υπόθεση. Αυτό που τα wikis καταφέρνουν να κάνουν είναι να βοηθούν διεσπαρμένες ομάδες στο έργο της επιμέλειας. Όσο μικρότερη είναι η κοινότητα, τόσο πιο μικρές είναι οι προθεσμίες και τόσο καλύτερα μπορεί ένα wiki να χρησιμοποιηθεί. Όσο περισσότερες προσδοκίες προβάλλουμε για μια τέτοια εφαρμογή, τόσο προδικάζουμε την αποτυχία της. Αντί να κάνουμε υποθέσεις για τις δυνατότητές της, είναι καλύτερα να καθίσουμε λίγο ήσυχα, να μη μιλάμε και να παρατηρήσουμε τα wikis σε δράση. Η θέση μου είναι ότι τα wikis καθρεφτίζουν έναν πολιτισμό πραγματιστικής μη δέσμευσης. Πρόκειται για μια ανάμιξη χαμηλής έντασης. Δεν αναφέρομαι σε έλλειψη ενδιαφέροντος, μη δέσμευση, απολιτική αντιμετώπιση και άλλες παρόμοιες κατηγορίες. Κάποιος επιμελείται, προσθέτει, διαγράφει, αλλάζει ένα κείμενο και μετά σταματά. Είναι ώρα να σηκωθεί, να πιει έναν καφέ, να καπνίσει ένα τσιγάρο, να μιλήσει στο τηλέφωνο ή να κουβεντιάσει και να ξαναγυρίσει μπροστά στην οθόνη. Τα wikis λειτουργούν σε τέτοια ανεπίσημα, επί μέρους, με παράλληλες διαδικασίες περιβάλλοντα.
Η νέα ιδέα μιας υποδούλωσης μέσα στην και από την ευμάρεια διαδόθηκε στο πεδίο των διανοουμένων. Οι νεομαρξιστές θεωρητικοί της «αλλοτρίωσης» τής προσέδωσαν τα ευγενή φιλοσοφικά της διαπιστευτήρια. Η καταναλωτική προσταγή έγινε ο πρωταρχικός στόχος της κριτικής σκέψης, τροφοδοτούμενης από την αμφισβήτηση των αναρίθμητων «επίπλαστων αναγκών» που δημιουργούνται από το εμπορευματικό σύστημα. Η διανοητική εξέγερση κατά του «Συστήματος» στόχευε πριν απ' όλα την ομοιογενοποιητική ισχύ που του αποδιδόταν και την αύξουσα τεχνητότητα της ζωής που προϋπέθετε. Η επιβαλλόμενη ομοιογενοποίηση από μια ανώδυνη συμβολική βία, κατ' εικόνα της νέας σεξουαλικής καταπίεσης με φιλελεύθερο ή διαλλακτικό πρόσωπο, ιδού τι ήταν αυτό που εμφανιζόταν να σφραγίζει την ανάδυση ενός νέου ολοκληρωτισμού, την ομοιογενοποιητική ποδηγέτηση που προσιδίαζε στις «προηγμένες βιομηχανικές κοινωνίες». Ο φιλόσοφος-κοινωνιολόγος Ανρί Λεφέβρ κατάγγελλε «τη διευθυνόμενη γραφειοκρατική κοινωνία της κατανάλωσης» που εικόνιζε το αλα γαλλικά κράτος-πρόνοιας.
Η«αμφισβήτηση» των ριζοσπαστών διαμαρτυρόμενων έστρεφε τα βέλη της προς ένα σύνολο «αναγωγών» στιγματιζόμενων ως ακρωτηριασμών, εκπτωχεύσεων ή μη συνειδητών στερήσεων. Αλυσιδωτές «καταναλωτιστικές» αναγωγές: Ο άνθρωπος ανάγεται στην καταναλωτική του όρεξη, η ευτυχία στην κατανάλωση νέων πάντα αντικειμένων, η κουλτούρα στην κατανάλωση στανταρισμένων προϊόντων, σε ψυχαγωγικά θεάματα προσφερόμενα από την «κοινωνία του θεάματος» λιτανικά καταγγελλόμενης από τον Γκι Ντεμπόρ και τους οπαδούς του. Από εδώ απέρρεε και η ανάλυση του «μονοδιάστατου ανθρώπου» από τον Χέρμπερτ Μαρκούζε, που πάραυτα συνεχίστηκε από την «αμφισβητησιακή γενιά» που αναγνωριζόταν μέσα σε αυτό το «εναλλακτικό» κράμα απαισιοδοξίας και ουτοπισμού (η σωτηρία διαμέσου των νέων, των μη Δυτικών, των γυναικών, των περιθωριακών). Η κριτική ανάλυση της «πολιτισμικής βιομηχανίας», σύμφωνα με την έκφραση που εισήγαγε ο Τέοντορ Αντόρνο, επιβλήθηκε ως ένα από τα πρωταρχικά θεωρητικά εργαλεία αυτής της «μεγάλης άρνησης» που εξαγγέλθηκε έναντι της «καταναλωτικής κοινωνίας».
Αυτό το κίνημα της «ριζοσπαστικής» κριτικής σκέψης κορυφώθηκε τον Μάη του '68. Εντούτοις, κάτω από τις προβαλλόμενες γιορταστικές διεκδικήσεις διαφαίνονταν ορισμένα αιτήματα λιτότητας και ολιγαρκούς βίου, φέροντας σε πρώτη σειρά το πνεύμα ισότητας και συνεργατικότητας στο εσωτερικό μικρών αυτόνομων ομάδων, των οποίων «ο κοινοτικός βίος», εκτός των ορίων του «Συστήματος» (μισθωτή εργασία, τριαδική οικογένεια, εθνικό συναίσθημα), συνιστούσε μια απόπειρα πραγματοποίησης στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Οταν όμως οι ουτοπίες εκπληρώνονται, αδράχνονται αναπόφευκτα από το διαστροφικό αποτέλεσμα. Οι ουτοπικές «κοινότητες» διαλύθηκαν, σαρωμένες από την ελκτική ισχύ του «Συστήματος» (πρώτα το χρήμα). Ανθρωπολογική εκδίκηση της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Οι «αμφισβητίες» του '68, μεγάλοι καταναλωτές ουτοπιών, σε μεγάλο αριθμό ενσωματώθηκαν στο «Σύστημα» τη δεκαετία του 1970 και κατέλαβαν θέσεις εξουσίας, πράγμα που μπορούσε να κάνει κάποιον να πιστέψει ότι θα το άλλαζαν από τα μέσα. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Η «καταναλωτική κοινωνία» πέτυχε να ενσωματώσει τις πιο αδιάλλακτες κριτικές τους και να εξουδετερώσει τους πιο αδυσώπητους εχθρούς της, ωθώντας αυτούς τους τελευταίους στην κόλαση της τρομοκρατικής δράσης ή της εξτρεμιστικής εγκληματικότητας («Αμεση Δράση»). Ενισχύθηκε μάλιστα μέσω της εξάσκησης της ιδιότητάς της να αφομοιώνει σε όλα τα επίπεδα το ετερογενές, το παραβατικό, το ανυπότακτο, το εξεγερμένο. Εμβληματικό διαλογικό αποτέλεσμα, η έκφραση «πολιτισμική βιομηχανία» έχασε την κριτική της φορά που είχε στις αριστερίστικες χρήσεις της για να μεταλλαχθεί σε κοινότοπο περιγραφικό όρο της διοικητικής και διαχειριστικής γλώσσας.
Η περιφρονημένη και μισητή «καταναλωτική κοινωνία» έγινε τεράστια επιδοτούμενη επιχείρηση, κρατική υπόθεση. Η εξομάλυνση επιταχύνθηκε μέχρι του να χαθεί κάθε νόημα στην αντίθεση Αριστερά-Δεξιά: από δρόμους που κανείς δεν περίμενε, η Αριστερά πέρασε ασυναίσθητα στο στρατόπεδο της συντήρησης και της υπεράσπισης του status quo («υπεράσπιση των κεκτημένων»), ενώ η Δεξιά ταυτοποιούνταν με αγαλλίαση σε αυτό της αλλαγής («όλα είναι εφικτά»). Ο σοσιαλισμός έπαψε να δρα ως μυστικό που συνεγείρει τις ψυχές, για να μην είναι πλέον παρά μια μετριοπαθής τεχνική αναδιανομής του πλούτου που επιτρέπει σε επαγγελματίες δημαγωγούς να κερδίζουν τις εκλογές. Βέβαια, η Αριστερά παραμένει μία φίρμα, αλλά η ιδεολογική της «αξία» είναι σε πτώση. Γιατί η πίστη ότι η σωτηρία θα έλθει μέσω της αναδιανομής, τελευταίο απομεινάρι της σοσιαλιστικής ουτοπίας, αντικαταστάθηκε από τη λυτρωτική πίστη στη «ρύθμιση», που εκθειάζεται από τη Δεξιά και την Αριστερά ταυτόχρονα.
Παρ' όλα αυτά, μπορεί κανείς να φανταστεί, χωρίς να γελάσει, την ανάδυση ενός μαζικού μαχητικού ενθουσιασμού υπέρ της «παγκόσμιας ρύθμισης»; Κάτι ακόμα πιο σημαντικό: Στις δεκαετίες 1990 και 2000, ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε ακροαριστερά και ακροδεξιά εξαλείφθηκε στο επίπεδο του λόγου, στο εξής τα δύο άκρα επικοινωνούν στο μίσος κατά του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, της «ιμπεριαλιστικής Δύσης», της υπό «σιωνιστικό» έλεγχο Αμερικής και βέβαια του Ισραήλ. Αυτό το νέο στρατόπεδο της ριζοσπαστικής αμφισβήτησης, συσπειρώνοντας τους ανατρεπτικούς και τους επαναστάτες κάθε διανοητικής προέλευσης, εκτρέπεται ενίοτε σε τρομακτικές συμμαχίες με τους ισλαμιστικούς κύκλους, οι οποίοι υποδέχθηκαν και επανερμήνευσαν την παλιά κληρονομιά του μαρξοειδούς τριτοκοσμισμού.
Ο συνολικός απολογισμός για τη γαλλική κοινωνία μπορεί να συνοψιστεί από μια απλή διαπίστωση, θριαμβευτικά διατυπωμένη, στα τέλη Σεπτεμβρίου 2009, από μια δημοσιογραφική ανακοίνωση: «Τα νοικοκυριά καταναλώνουν τρεις φορές περισσότερο από ό,τι πριν πενήντα χρόνια». Πράγματι, αυτό είναι το αποτέλεσμα επίσημης μελέτης για την κατανάλωση των Γάλλων μεταξύ 1960 και 2007. Εκεί, μαθαίνουμε ότι τα γαλλικά νοικοκυριά καταναλώνουν περισσότερο, αλλά διαφορετικά: ξοδεύουν λιγότερα για τη διατροφή τους ή την ένδυσή τους και περισσότερα για την κατοικία τους, τις μετακινήσεις τους, την επικοινωνία τους, την υγεία τους και την «ψυχαγωγία» τους (όρος που τείνει να υποκαταστήσει την στα αζήτητα λέξη «κουλτούρα»). Βέβαια, οι καταναλωτές δεν θέτουν ερωτήσεις, αλλά ξέρουν να απαντούν τουλάχιστον σε μία: «Τι να επιλέξω;». Η «φιλοεπιλεκτική» ιδεολογία είναι η αυθόρμητη ιδεολογία των γνωστικών καταναλωτών. Στο εξής, ο καταναλωτισμός είναι μέσα σε όλα τα μυαλά, η αμφισβητησιακή ουτοπία των '60ς κατέφυγε στο υπερ-περιθωριακό δίκτυο των οπαδών της «αποανάπτυξης». Εξού και το συναινετικό δημοσιογραφικό σχόλιο: «Η κατανάλωση παραμένει ο μοχλός της οικονομίας μας».
Αποφύγαμε συνεπώς τα χειρότερα: Οι πολίτες μεταμορφώθηκαν όλοι σε καταναλωτές. Οι μόνες συγκρούσεις που πραγματικά τούς αντιπαραθέτουν σχετίζονται με την ανισότητα της πρόσβασής τους στα καταναλωτικά αγαθά. Πράγματι, η επιθυμία, ο φθόνος και η μνησικακία είναι πάθη που αντιστέκονται σε όλες τις ιστορικές ανατροπές. Η εξισωτιστική/καταναλωτιστική επαγρύπνηση πήρε τα πρωτεία από την αντιφασιστική επαγρύπνηση. Αυτή είναι η θλιβερή πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από τη διάγνωση εκείνων, οι οποίοι σκέπτονται τη μετανεωτερικότητα ως «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων»: Μια ακραία εξατομίκευση.
Από τη στιγμή που απελευθερώνονται των απελευθερωτικών μετα-αφηγήσεων του ανθρωπίνου είδους, οι Γάλλοι αντιπρόσωποι αυτού του τελευταίου δεν έχουν παρά να γίνουν συνδρομητές στο «60 εκατομμύρια καταναλωτές» («Το περιοδικό που ξαναδίνει την εξουσία στους καταναλωτές»). Ο τόσο αιτούμενος από τον Αριστοτέλη «αγαθός βίος» βρήκε τον τελικό του ορισμό: το «καλώς καταναλίσκειν» όλοι μαζί, με ισότητα ή σχεδόν με ισότητα. Αυτή είναι η άψυχη καρδιά της μεταμοντέρνας φρόνησης. Μένει να δούμε αν αυτή η υποβοηθούμενη ευτυχία θα αντισταθεί στα υποτιθέμενα προβλεπτά αποτελέσματα της κλιματικής υπερθέρμανσης όσο και στα βιαστικά μέτρα που λαμβάνονται για να την καταπολεμήσουν. Το μέλλον της ευτυχίας παραμένει αβέβαιο.
Μετάφραση: Ανδρέας Πανταζόπουλος
* Ο Πιερ-Αντρέ Ταγκιέφ είναι φιλόσοφος, ιστορικός των ιδεών και πολιτειολόγος, διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών στο Παρίσι (CEVIPOF/CNRS). Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro, 8/10/2009 απο τη σημερινή Ελευθεροτυπία