Απο τα σημερινά ΝΕΑ
του Γ. Καλφέλη*
Τελικά στις επόμενες εθνικές εκλογές πρέπει να αξιολογηθούν κάποια σοβαρά ζητήματα. Με άλλα λόγια είναι ανάγκη να αποφασίσουμε, επιτέλους, αν θέλουμε να είμαστε μια κλασική δυτική δημοκρατία. Αν θέλουμε δηλαδή να ακολουθήσουμε τη δυτική συνταγματική παράδοση, όπου η λαϊκή κυριαρχία οργανώνεται δυναμικά μέσα από τον αμοιβαίο έλεγχο μεταξύ της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας (τα περίφημα «checks and balances» κατά την αγγλοσαξονική ορολογία) ή αν θέλουμε να αποτελούμε μια γραφική παραλλαγή του παραδοσιακού σοβιετικού μοντέλου, όπου τα πάντα υποτάσσονται στην τυραννική και διεφθαρμένη βούληση του κυβερνώντος κόμματος (όπως αυτό το φαινόμενο το είχε περιγράψει καταπληκτικά ο Χέρμπερτ Μαρκούζε στην κριτική του για τον σοβιετικό μαρξισμό). Γιατί τα αναφέρω αυτά; Γιατί με τη στάση του στην υπόθεση του Βατοπεδίου ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έφερε ξανά στο προσκήνιο αυτό το τεράστιο ζήτημα. Και θα ήθελα να μιλήσω λίγο πιο επιστημονικά για το ζήτημα τούτο, έστω και αν πιστεύω ακράδαντα ότι ο δημόσιος διάλογος πρέπει να γίνεται αντιληπτός και από τους απλούς πολίτες. Τι εννοώ; Κατ΄ αρχήν, όλοι θα πρέπει να αντιληφθούν ότι μετά το Σύνταγμα του 1975 οι εισαγγελικοί λειτουργοί έχουν μια ευρύτατη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία και άρα δεν πρέπει εξομοιώνονται με τους πταισματοδίκες, όπως φαίνεται να υπονοούν απαράδεκτα και ανιστόρητα κάποιοι εκπρόσωποι του δικαστικού μας κόσμου.
Έπειτα όλοι πρέπει να θυμούνται την άποψη που είχε υποστηρίξει ένας μορφωμένος άνθρωπος, ο οποίος τίμησε το αξίωμα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο Κωνσταντίνος Σταμάτης, που συμμετείχε και στη δίκη της χούντας. Τι είχε δεχθεί αυτός ο εξαίρετος νομικός; Ότι η ιεραρχική εξάρτηση ενός κατώτερου από έναν ανώτερο εισαγγελέα αφορά τις «τυπικές διαδικαστικές πράξεις» και δεν επεκτείνεται ποτέ στις ουσιαστικές δικαιοδοτικές κρίσεις, όπως είναι η κίνηση της ποινικής δίωξης. Και αυτά ισχύουν και για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, έστω και αν έχει έναν ξεχωριστό ρόλο (αφού μπορεί λ.χ. να προσβάλλει με αναίρεση οποιαδήποτε απόφαση). Από όλα αυτά, συνάγεται ορθολογικά ότι ο κ. Σανιδάς δεν είχε καμία δυνατότητα να παρεμβληθεί ουσιαστικά και να αρνηθεί την αποστολή της δικογραφίας στη Βουλή, επικαλούμενος μάλιστα λόγους συνείδησης! Γιατί; Γιατί αν μεν οι δύο εισαγγελείς που έκαναν την προκαταρκτική εξέταση για το Βατοπέδι έφθασαν νομικά στο συμπέρασμα, ότι δεν προέκυψαν καινούργιες ενδείξεις ενοχής εναντίον των εμπλεκόμενων υπουργών, τότε ο κ. Σανιδάς δεν θα έπρεπε απλώς να εκφέρει καμία κρίση! Αν όμως οι δύο παραπάνω εισαγγελείς ζητούν- όπως φαίνεται διά της παραπομπής τους σε παλαιότερο έγγραφο- την ενεργοποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, τότε η νέα αξιολόγηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί δήθεν παραπλανηθέντων υπουργών, συνιστά κατάφωρη και αδικαιολόγητη παρέμβαση στην ακραιφνή δικαιοδοτική κρίση των κατώτερων εισαγγελέων, σύμφωνα με αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Κατ΄ αποτέλεσμα όλα αυτά θυμίζουν ατυχώς αυτό που έλεγε από την πικρή της εμπειρία η Γαλλίδα ανακρίτρια, η οποία ασχολήθηκε με την απεχθή υπόθεση διαφθοράς της εταιρείας Εlf, δηλαδή ότι ο νόμος εφαρμόζεται σε όλους, πλην εκείνων που κατέχουν πολιτική ή οικονομική εξουσία (Ζολί, Η δικαιοσύνη είναι υπόθεση όλων μας). Επομένως για να μη υπάρχει η δυσάρεστη αίσθηση ότι η ηγεσία της Δικαιοσύνης παίζει κομματικά παιχνίδια (αφού από τις παραπάνω εξελίξεις εξυπηρετείται μόνο η πολιτική ατζέντα του σημερινού Πρωθυπουργού), είναι ανάγκη κάποτε να καταργηθεί η ατυχής συνταγματική διάταξη που δίνει τη δυνατότητα στην εκάστοτε κυβέρνηση να διορίζει- με κομματικά κριτήρια- την ηγεσία της Δικαιοσύνης. Ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου πρέπει να διορίζονται από ένα ευρύτερο σώμα στο οποίο θα συμμετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί και καθηγητές της Νομικής και βουλευτές (γιατί κανένας δεν έχει εμπιστοσύνη μόνο στους επαγγελματίες της πολιτικής, που διαφθείρονται εύκολα, να κάνουν αυτήν την επιλογή). Ποιο είναι το συμπέρασμα; Η παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στην υπόθεση του Βατοπεδίου ήταν δικονομικά αδικαιολόγητη και κάποτε πρέπει να σταματήσει ο διορισμός της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την πολιτική εξουσία!
Έπειτα όλοι πρέπει να θυμούνται την άποψη που είχε υποστηρίξει ένας μορφωμένος άνθρωπος, ο οποίος τίμησε το αξίωμα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο Κωνσταντίνος Σταμάτης, που συμμετείχε και στη δίκη της χούντας. Τι είχε δεχθεί αυτός ο εξαίρετος νομικός; Ότι η ιεραρχική εξάρτηση ενός κατώτερου από έναν ανώτερο εισαγγελέα αφορά τις «τυπικές διαδικαστικές πράξεις» και δεν επεκτείνεται ποτέ στις ουσιαστικές δικαιοδοτικές κρίσεις, όπως είναι η κίνηση της ποινικής δίωξης. Και αυτά ισχύουν και για τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, έστω και αν έχει έναν ξεχωριστό ρόλο (αφού μπορεί λ.χ. να προσβάλλει με αναίρεση οποιαδήποτε απόφαση). Από όλα αυτά, συνάγεται ορθολογικά ότι ο κ. Σανιδάς δεν είχε καμία δυνατότητα να παρεμβληθεί ουσιαστικά και να αρνηθεί την αποστολή της δικογραφίας στη Βουλή, επικαλούμενος μάλιστα λόγους συνείδησης! Γιατί; Γιατί αν μεν οι δύο εισαγγελείς που έκαναν την προκαταρκτική εξέταση για το Βατοπέδι έφθασαν νομικά στο συμπέρασμα, ότι δεν προέκυψαν καινούργιες ενδείξεις ενοχής εναντίον των εμπλεκόμενων υπουργών, τότε ο κ. Σανιδάς δεν θα έπρεπε απλώς να εκφέρει καμία κρίση! Αν όμως οι δύο παραπάνω εισαγγελείς ζητούν- όπως φαίνεται διά της παραπομπής τους σε παλαιότερο έγγραφο- την ενεργοποίηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών, τότε η νέα αξιολόγηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου περί δήθεν παραπλανηθέντων υπουργών, συνιστά κατάφωρη και αδικαιολόγητη παρέμβαση στην ακραιφνή δικαιοδοτική κρίση των κατώτερων εισαγγελέων, σύμφωνα με αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Κατ΄ αποτέλεσμα όλα αυτά θυμίζουν ατυχώς αυτό που έλεγε από την πικρή της εμπειρία η Γαλλίδα ανακρίτρια, η οποία ασχολήθηκε με την απεχθή υπόθεση διαφθοράς της εταιρείας Εlf, δηλαδή ότι ο νόμος εφαρμόζεται σε όλους, πλην εκείνων που κατέχουν πολιτική ή οικονομική εξουσία (Ζολί, Η δικαιοσύνη είναι υπόθεση όλων μας). Επομένως για να μη υπάρχει η δυσάρεστη αίσθηση ότι η ηγεσία της Δικαιοσύνης παίζει κομματικά παιχνίδια (αφού από τις παραπάνω εξελίξεις εξυπηρετείται μόνο η πολιτική ατζέντα του σημερινού Πρωθυπουργού), είναι ανάγκη κάποτε να καταργηθεί η ατυχής συνταγματική διάταξη που δίνει τη δυνατότητα στην εκάστοτε κυβέρνηση να διορίζει- με κομματικά κριτήρια- την ηγεσία της Δικαιοσύνης. Ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου πρέπει να διορίζονται από ένα ευρύτερο σώμα στο οποίο θα συμμετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί και καθηγητές της Νομικής και βουλευτές (γιατί κανένας δεν έχει εμπιστοσύνη μόνο στους επαγγελματίες της πολιτικής, που διαφθείρονται εύκολα, να κάνουν αυτήν την επιλογή). Ποιο είναι το συμπέρασμα; Η παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στην υπόθεση του Βατοπεδίου ήταν δικονομικά αδικαιολόγητη και κάποτε πρέπει να σταματήσει ο διορισμός της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την πολιτική εξουσία!
*Ο Γρηγόρης Καλφέλης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου