
Δικό σας για σχολιασμό....
1. Ερωτήματα που θέλουν απάντηση:
Ποιο είναι το πρόβλημα της παραδοσιακής αριστεράς με το ΠΑΣΟΚ; Γιατί η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης στην οποία η πρώτη δεν μπόρεσε να διαμορφώσει όρους σταθερής κριτικής προσέγγισης και σταθερών προτάσεων συνεργασίας; Γιατί στην Ελλάδα η αριστερά βρέθηκε ως το εκκρεμές ανάμεσα σε δύο ακραίες θέσεις, άλλοτε, σπανιότερα, να θεωρεί το ΠΑΣΟΚ ως δύναμη ακόμα και αντι-ιμπεριαλιστικής επανάστασης (βλέπε επί παραδείγματι τα ντοκουμέντα των συνεδρίων του ΚΚΕ και του «ΚΚΕ Εσωτερικού» / ΕΑΡ στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα) και άλλοτε να συνεργάζεται με την δεξιά προκειμένου να ξηλώσει το ΠΑΣΟΚ; Γιατί πολλοί ηγέτες της παραδοσιακής αριστεράς αντιμετώπισαν το ΠΑΣΟΚ όχι ως ένα κόμμα κοινωνικά αριστερό, αλλά περιορίζονται στην καταγραφή των νεοφιλελεύθερων εκφράσεων μέρους του κυβερνητικού έργο του στη διάρκεια της περιόδου 1995-2004; Γιατί ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη σοσιαλιστές και κομμουνιστές συνεργάστηκαν σταθερά (όπως σε Σουηδία και Φινλανδία), ακόμα και συγκυβέρνησαν (όπως σε Ιταλία, Κύπρο και Γαλλία, αλλά και σε τρία κρατίδια της Γερμανίας) στην Ελλάδα δεν υπάρχει καν κοινή δράση; Και τέλος πως συμβαίνει να υπάρχει στην Ελλάδα πολύ μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα αφενός στο ΠΑΣΟΚ και αφετέρου τον Συνασπισμό και το ΚΚΕ απ’ ότι σε άλλες χώρες, ανάμεσα στα ανάλογα κόμματα; Και αυτό, παρά το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στην πολιτική ζωή ήταν αριστερότερα από τα «αδελφά» του κόμματα της υπόλοιπης Ευρώπης;
Είναι γεγονός ότι η παραδοσιακή αριστερά έχει δικαιολογημένα παράπονα απ’ αυτό. Τόσο διότι κατά καιρούς λεηλάτησε συνθήματά της, όσο και γιατί κούρσεψε πολλά στελέχη της. Τόσο διότι η κυβερνητική του πολιτική ήταν σε συγκεκριμένες περιόδους δεξιόστροφη, όσο και γιατί δεν συνομίλησε με σταθερότητα μαζί της. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα του ανεπτυγμένου καπιταλισμού που όλα αυτά τα πραγματικά φαινόμενα ανάγονται σε άλλοθι για μια διττή στρατηγική. Στρατηγική, που είτε επιλέγει, όπως το 1989, να συνεργαστεί με την δεξιά, ξεχνώντας όλα τα περί δικομματισμού συνθήματα και αναλύσεις, ιδιαίτερα αυτό που ακούμε σήμερα περί ίσων αποστάσεων, είτε να ταυτίζει την δεξιά αυταρχική και αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική με την αντιδεξιά αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ. Το ερώτημα παραμένει: γιατί;
2. Η λανθασμένη ιστορική ανάλυση του φαινόμενου του ΠΑΣΟΚ
Δεν είναι λίγες οι αιτίες αυτής της συμπεριφοράς της παραδοσιακής αριστεράς έναντι του ΠΑΣΟΚ. Εδώ θα ήθελα να αναδείξω έναν ιστορικό λόγο. Από την εποχή της ίδρυσής του, το ΚΚΕ εκτίμησε ότι οι συνθήκες πάλης στην Ελλάδα είναι τόσο σκληρές για το εργατικό και αγροτικό κίνημα, ώστε σε «τούτα τα ξερόβραχα» δεν μπορεί να «ριζώσει άλλο μαζικό λαϊκό κόμμα». Η θεωρητική αυτή θέση θα εμπεδωθεί στον τρόπο σκέψης της ελληνικής αριστεράς για πολλές δεκαετίες. Η επί δεκαετίες ανυπαρξία ισχυρού σοσιαλιστικού κόμματος στην Ελλάδα, έδειχνε να επιβεβαιώνει αυτή τη θέση. Το γεγονός ότι οι σοσιαλιστές και οι σοσιαλδημοκράτες οργανώθηκαν, στον μεσοπόλεμο και μεταπολεμικά, σε μικρές ομάδες που συνεργάστηκαν κατά καιρούς με το ΚΚΕ έδινε την εντύπωση ότι το ΚΚΕ δεν είναι η μία πτέρυγα της αριστεράς, αλλά το κέντρο της.
Η αντίληψη ότι ο «ρεφορμισμός δεν μπορεί να ριζώσει στην Ελλάδα» τύφλωνε την οργανωμένη αριστερά για πολλές δεκαετίες. Την έκανε να μη διακρίνει το γεγονός, ότι μία από τις αιτίες που οδηγούσε σε πολλαπλές εσωκομματικές αντιπαραθέσεις στο ίδιο το ΚΚΕ, ιδιαίτερα μέχρι την χούντα, ήταν ότι οι φορείς του δημοκρατικού σοσιαλισμού, μη βρίσκοντας μαζικό αυτοτελές κόμμα, είτε συγκροτούσαν την αριστερή πτέρυγα κεντρώων κομμάτων, είτε ως σοσιαλρεφορισμός δρούσαν μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ και των μετωπικών οργανώσεων που υποστήριζε, όπως την ΕΔΑ. Κατά συνέπεια, για μεγάλο χρονικό διάστημα, εκείνο που υποτίθεται ότι δεν μπορούσε να ριζώσει στην Ελλάδα είχε βρει ρίζες δίπλα, αν όχι και εντός του ΚΚΕ.
Στη διάρκεια της χούντας, με το ΠΑΚ, και ιδιαίτερα μετά την πτώση της, με το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα του «δημοκρατικού σοσιαλισμού», απέκτησε μαζική βάση. Η μαζικότητά του στηριζόταν στο αγροτικό και συνδικαλιστικό κίνημα, ιδιαίτερα δε στα καινούργια μισθωτά στρώματα της πόλης και στα μεσαία στρώματα. Το ΚΚΕ, αλλά και το τότε ΚΚΕ Εσωτερικού, δεν αντελήφθησαν την σύνδεση των κοινωνικών αλλαγών στην Ελλάδα ως διεύρυνση της κοινωνικής βάσης που απαιτούσε να εκφραστεί από ένα κίνημα όπως το ΠΑΣΟΚ. Επιπλέον, δεν έγινε κατανοητό ότι τα αντιδεξιά αισθήματα της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού, τότε όπως και τώρα, ήθελε να εκφραστεί άμεσα. Ήθελε να πάρει μια δημοκρατική νίκη σε βάρος της δεξιάς, της ακροδεξιάς και της «κεντροδεξιάς της αποστασίας» και ότι ένιωθε να εκφράζεται πιο άμεσα και αποτελεσματικά μέσα από τα προϋπάρχοντα. Ούτε, δηλαδή, από την παραδοσιακή αριστερά, ούτε από το παραδοσιακό κέντρο, αλλά από το ΠΑΣΟΚ. Η παραδοσιακή αριστερά δεν μπόρεσε να κατανοήσει το γεγονός αυτό, όντας εγκλωβισμένη στο θεώρημα «ότι στην Ελλάδα δεν φυτρώνει και δεν ριζώνει»…
3. Η αριστερά και «η προσωρινότητα του ΠΑΣΟΚ»
Με την πτώση της χούντας, κανονικά, η παραδοσιακή αριστερά θα έπρεπε να δει αυτοκριτικά τη θέση για «ρίζωμα και φύτρωμα», αλλά δεν το έκανε. Στο βαθμό που το ΠΑΣΟΚ ενδυνάμωνε, στον ίδιο βαθμό προσπαθούσε να το αντιμετωπίσει με βάση το παλιό στερεότυπο. Ουσιαστικά, εάν εξετάσει κανείς την στάση των δύο κομμάτων της παραδοσιακής αριστεράς, καθώς και του ενιαίου συνασπισμού στην οκταετία της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ, και ιδιαίτερα τον τρόπο που συνέβαλαν στην προετοιμασία του 1989, όπως και την συμπεριφορά της στη διάρκεια του 1989-1990 θα συγκρατήσει ένα απλό συμπέρασμα: η προσπάθεια να σταλεί η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στις φυλακές δεν έχει να κάνει με μια στρεβλή ηθική όσο με μια λανθασμένη πολιτική εκτίμηση και κοινωνική ανάλυση. Θυμίζω, ότι τότε που εγώ προσωπικά αντιτάχθηκε με μεγάλο κόστος στο «βρώμικο ‘89», η επίσημη θέση της καθοδήγησης των κομμάτων ήταν ότι το ΠΑΣΟΚ έχει τελειώσει. Ότι «θα ξηλωθεί» ως ένα πουλόβερ ή μια νάιλον κάλτσα και ότι η αριστερά θα του αποσπάσει ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου του. Κάτι ανάλογο ήλπιζε και η ΝΔ.
Αυτό που αποδείχτηκε, ήταν ότι το ΠΑΣΟΚ είχε πολύ ισχυρότερες ρίζες και δεν μπορούσε να διαλυθεί απλά επειδή κάποιοι θα του τραβούσαν μια κλωστή. Ότι οι αντοχές του είναι μεγαλύτερες από ότι πολλοί πίστευαν και ότι εντέλει στην Ελλάδα κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ μπορούσαν να ριζώσουν και μάλιστα μαζικά. Ότι με άλλα λόγια, το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν ένα παροδικό φαινόμενο ή μονοσήμαντο αποτέλεσμα της παρουσίας του Α.Παπανδρέου, αν και βέβαια ο ρόλος του ηγέτη στα κόμματα είναι αποφασιστικός. Μπορεί το ΠΑΣΟΚ να οφείλει πολλά στον ιδρυτή του, αλλά η παρουσία του ως μαζικού προοδευτικού κόμματος στο πολιτικό σκηνικό οφείλεται και σε άλλους λόγους, κοινωνικούς, ιστορικούς, πολιτισμικούς. Το συμπέρασμα που έπρεπε να βγάλει η παραδοσιακή αριστερά ήταν ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι παροδικό φαινόμενο και ως τέτοιο όφειλαν, πλέον, να το αντιμετωπίσουν. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν έγινε.
Μόλις οι δημοσκοπήσεις και τα εσωτερικά προβλήματα του ΠΑΣΟΚ έδειξαν το τελευταίο να έχει κρίση, οι ηγεσίες των ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ επανήλθαν στην κλασσική αντιμετώπισή του. Για άλλη μια φορά, μετά το 1989, αυτές οι ηγεσίες αντιμετώπισαν το ΠΑΣΟΚ με την λογική της «λεηλάτησης της προσωρινότητάς του». Ότι, δηλαδή, μιας και η διεθνής σοσιαλδημοκρατία και τα σοσιαλιστικά κόμματα βρίσκονται εν μέσω κρίσης του καπιταλισμού, ότι μπορεί η παραδοσιακή αριστερά, αρνούμενη κάθε συνεργασία μαζί του, να γίνει ο κεντρικός πόλος ενός μη δεξιού μετώπου. Ένα τμήμα της, μάλιστα, έκανε υποστολή της σημαίας του αντιδεξιισμού. Κατά συνέπεια, σε ένα βαθμό, η σημερινή στάση της παραδοσιακής αριστεράς, ιδιαίτερα του πιο σύγχρονου τμήματός της απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, συνδέεται με ένα θεμελιακό πρόβλημα της αριστερής παραδοσιακής σκέψης στην Ελλάδα, του κατά πόσο μπορεί να στερεώσει στη χώρα ένα κόμμα του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Οι απαντήσεις που έχουν δώσει μέχρι σήμερα, χρειάζονται το λιγότερο αναστοχασμό, όπως οφείλει, βέβαια, να κάνει από πλευράς του το ΠΑΣΟΚ ως προς την υπόλοιπη αριστερά.