Τρίτη 28 Αυγούστου 2007

Πόσο Ευρωπαίοι είμαστε; Η πρόκληση της κοινοτικής κουλτούρας.

Θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι τελικά υπάρχει μεγάλη απόσταση από αυτό που δηλώνουμε ότι είμαστε και από αυτό που είμαστε πραγματικά. Αυτό αποδεικνύεται κι από το γεγονός ότι, αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δυσκολίες της προσαρμογής και διαχείρισης των κοινοτικών αποφάσεων στη χώρα μας παραμένουν μεγάλες έως και ανέφικτες. Σε αυτό σίγουρα έχει συμβάλει το γεγονός ότι η ιστορία μας είναι διαφορετική από εκείνη των λαών της κεντρικής Ευρώπης. Τι να πρωτο αναφέρουμε για όσα μας διαφοροποιούν ιστορικά; Να μιλήσουμε για την περίοδο του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, τη διαμόρφωση της ουμανιστικής παιδείας και την εμφάνιση των πρώτων Πανεπιστημίων, τη δημιουργία έθνους-κράτους και τα πολιτειακά συστήματα που αναπτύχθηκαν, τα επαναστατικά κινήματα και τις επιδράσεις τους στις συλλογικές αποφάσεις, τη βιομηχανική επανάσταση και την πρόοδο της τεχνολογίας, την αποικιοκρατία και την επιρροή εκατέρωθεν μεγάλων πολιτισμών, τις συμμαχίες κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων και τα ‘λάφυρα’ των κερδισμένων; Σίγουρα όλα αυτά, άλλοτε με την καλή και άλλοτε με την κακή πλευρά τους, επηρέασαν του λαούς της Ευρώπης αλλά, κυρίως, κατάφεραν μέσα στο χρόνο να θέσουν σημαντικές δομές πάνω στις οποίες τα Ευρωπαϊκά Κράτη στήριξαν την ανάπτυξή τους και διαμόρφωσαν μια κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα. Αυτό συνέβη γιατί μέσα από τις αντιθέσεις κατανόησαν ότι καμία χώρα, όσο ισχυρή κι αν είναι, δεν μπορεί από μόνη της να επιλύσει τα σύγχρονα πολύπλοκα προβλήματα. Το ερώτημα που τίθεται για εμάς είναι αν η Ελλάδα θέλει και μπορεί να μοιραστεί αυτή τη συνείδηση; Μπορεί να σκέφτεται συλλογικά, να υπερβαίνει τις διαφορές και να συνθέτει μέσα από τις αντιθέσεις και τις ιδιαιτερότητες; Μπορεί να έχει κοινοτική αντίληψη; Αναρωτιέμαι δηλαδή, αν τελικά ο Έλληνας- Πολίτης που, κατ’ αρχήν θέλει να έχει ευρωπαϊκή ταυτότητα, είναι έτοιμος να προτείνει, να επιλέξει και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα κάνοντας υπερβάσεις που έχουν να κάνουν, κυρίως, με την νοοτροπία του; Και για να το πω με παραδείγματα: Ένας Πολίτης που δεν έχει μάθει να στέκεται στην σειρά, να συζητάει χωρίς να διακόπτει, να σκέφτεται συλλογικά το μέλλον του, να έχει εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα των θεσμών και να μην καταφεύγει στην βοήθεια ‘τρίτων’, που απορρίπτει συλλήβδην την πολιτική και τους εκπροσώπους της, που δεν σέβεται τη διαφορετικότητα και άρα δεν μπορεί εύκολα να συμβαδίσει και να μοιραστεί αξίες και αγαθά με άλλους λαούς, πόσο έτοιμος είναι να αποκτήσει κοινοτική κουλτούρα και ταυτότητα; Είναι ένα ερώτημα, όπως και να το κάνουμε! Γιατί εμείς – οι Έλληνες Πολίτες- έχουμε κληθεί και θα κληθούμε ξανά και ξανά στο μέλλον να εφαρμόσουμε αποφάσεις μιας Ενωμένης Ευρώπης, έστω κι αν το εθνικό σύνταγμα υπερισχύει του ευρωπαϊκού δικαίου. Θα κληθούμε, επίσης, να συμβάλλουμε στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης κι αυτό θα είναι η πιο σημαντική ιστορική εξέλιξη και κατάκτηση της μεταπολεμικής Ευρώπης. Είμαστε έτοιμοι να συμβάλλουμε σε αυτό με προτάσεις και να συζητήσουμε τις προτάσεις των άλλων; Για παράδειγμα σήμερα, όλο και περισσότερα όργανα της Ε.Ε. συζητούν για το μέλλον των ΑΕΙ και προτείνουν κοινές πολιτικές. Δίνουν μάλιστα και κατευθύνσεις όπως: αυτονομία και υπευθυνότητα στα πανεπιστήμια, γεγονός που σημαίνει νέα εσωτερική αντιμετώπιση. Παροχή κινήτρων για δομημένες συνεργασίες με την επιχειρηματική κοινότητα που σημαίνει δεξιότητες και ικανότητες που θα εξυπηρετήσουν τις ανάγκες τις σύγχρονης αγοράς, μείωση του χάσματος χρηματοδότησης αλλά και ανταμοιβή της αριστείας στο υψηλότερο επίπεδο. Όλα αυτά είναι προς συζήτηση. Κάποιοι, όμως, θα πρέπει να ξέρουν να ακούν, να συζητούν, να διεκδικούν και να παίρνουν μέτρα και αποφάσεις, ανάλογα με τις ανάγκες της χώρας αλλά και της προσαρμογής στα διεθνή δεδομένα. Και δεν εννοούμε μόνο τους εκπροσώπους μας αλλά, κυρίως, εννοούμε τους Πολίτες της χώρας, γιατί αυτοί θα στηρίξουν ή θα απορρίψουν τις όποιες προτάσεις της Ε.Ε. Έχω την εντύπωση ότι η σημερινή κυβέρνηση με τις ‘μεταρρυθμίσεις’ που προτείνει επιχειρεί να λύσει «παλιά» προβλήματα κι όχι προβλήματα που απασχολούν ήδη τον δυτικό κόσμο. Σε μια χώρα που ο ακαδημαϊκός δάσκαλος εκλέγεται ή αναβαθμίζεται από τον εκάστοτε Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, πληρώνεται με μισθό σχεδόν ισότιμο με εκείνο του δημόσιου υπαλλήλου, όπου ο διδάσκων - ερευνητής παίρνει τον μισθό του 6 μήνες αργότερα από την έναρξη της σύμβασής του ή δεν έχει εργαστήριο και κονδύλια για να πληρώσει τους συνεργάτες του, όπου τα προγράμματα σπουδών είναι περιθωριοποιημένα και δεν ξυπνούν το ενδιαφέρον των νέων, όπου οι αίθουσες χρησιμεύουν ως εξεταστικά κέντρα μαζικής προσέλευσης άγνωστων φοιτητών, η συζήτηση θα έπρεπε να έχει αρχίσει με διάλογο από Σχολείο σε Σχολείο και από ΑΕΙ σε ΑΕΙ και όχι με αιφνιδιασμούς και εκθειασμούς των ΜΑΤ(!). Η καλλιέργεια της γνώσης και η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης είναι βασικές προϋποθέσεις λειτουργίας τόσο των δημοκρατικών θεσμών όσο και την προόδου μιας χώρας. Γι’ αυτό και τα θέματα της Παιδείας θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται συλλογικά από τα κόμματα και τους Πολίτες ως μια συνεχής κοινωνική και πολιτική πρόκληση και όχι ως μικροκομματική σκοπιμότητα. Ίσως τελικά να είναι η παιδεία και το μέλλον των παιδιών μας η αφορμή ν’ αλλάξουμε και ν’ αποκτήσουμε συλλογική νοοτροπία και επομένως και κοινοτική συνείδηση. Άλλωστε η πρόκληση για το καλύτερο αφορά τελικά το σύνολο και όχι καθένα ξεχωριστά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: